
από το ιστολόγιο του Michael Roberts
μετ. Δ. Κούλος, επιμ. Δ. Περδίκης
Μεταφράζουμε και αναδημοσιεύουμε την παρακάτω ανάρτηση από το ιστολόγιο του Μάικλ Ρόμπερτς (ΜΡ), διότι φέρνει μια συνοπτική εικόνα από το συνέδριο για τα Ετερόδοξα Οικονομικά που έγινε πρόσφατα στο Λονδίνο, με θεματικές που περιστρέφονται γύρω από τον σύγχρονο καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό και την Κίνα. Στο κείμενο περιλαμβάνονται σύνδεσμοι για κάποιες από τις παρουσιάσεις του συνεδρίου τις οποίες σχολιάζει ο ΜΡ. Παρακάτω καταγράφουμε μερικά δικά μας σχόλια, έχοντας ρίξει μια ματιά στις παρουσιάσεις αυτές.
1. Καταρχήν, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε την αναντιστοιχία μεταξύ της σύγχρονης, διεθνούς μαρξιστικής επιστήμης και της συζήτησης για τα ως άνω θέματα στη χώρα μας, τόσο εντός της ακαδημίας, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, όσο και, κυρίως, στις κομμουνιστικές/κομμουνιστογενείς εγχώριες οργανώσεις.
Εκεί που ηγεσίες των οργανώσεων αυτών ή περισπούδαστοι μαρξιστές καθηγητές επαναλαμβάνουν επιχειρήματα ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εκμετάλλευση που χρονολογούνται από τη διαφωνία μεταξύ Αργύρη Εμμανουήλ και Σαρλ Μπετελέμ τη δεκαετία του 1970, η σύγχρονη επιστήμη αναπτύσσει εμπειρικές μεθόδους για την εμπειρική προσέγγιση και υπολογισμό του μεγέθους της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, ενώ αναπτύσσει περαιτέρω τη μαρξιστική θεωρία, ώστε αυτή να μπορέσει να αναπαραστήσει την πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης της παραγωγής.
Εκεί που ο διάλογος για το «τι συμβαίνει τελικά στην Κίνα» απασχολεί μεγάλο μέρος των συνεδριών τέτοιων συνεδρίων, στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία των «κομμουνιστών» και «μαρξιστών» μιλάει ως αν να είναι δεδομένο ότι η Κίνα είναι όχι μόνο καπιταλιστική, αλλά και (εν δυνάμει) ιμπεριαλιστική, χωρίς να προβληματίζεται καν για το πόσο μειοψηφική είναι η άποψη αυτή στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα…
Εκεί που μεγάλο μέρος των εν Ελλάδι «μαρξιστών» αρνείται κάθε περιοδολόγηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ή/και αντιλαμβάνεται θεωρητικά τον σύγχρονο καπιταλισμό με αναγωγή στο Κεφάλαιο του Μαρξ, δηλ. ως αν αυτός να έχει καθηλωθεί σε μια αιώνια «ωριμότητα» μεν, «νεότητα» δε, η διεθνής συζήτηση προσπαθεί να αναπτύξει τη μαρξιστική θεωρία, λιγότερο ή περισσότερο δημιουργικά, για να περιγράψει τη σύγχρονη πραγματικότητα…
2. Εστιάζοντας συγκεκριμένα στις παρουσιάσεις του συνεδρίου για τις διεθνείς μεταφορές υπεραξίας, αναφέρεται η έρευνα των Ρόττα και Κουμάρ που προσφέρει νεότερα και πολύ πειστικά στοιχεία για την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση στην οποία υπόκειται ο «Παγκόσμιος Νότος», και ιδιαίτερα η Κίνα, από τις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες, ιδιαίτερα δε, τις ΗΠΑ. Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει -αν και με αρκετά διαφορετική μεθοδολογία- τα αποτελέσματα της μελέτης του ίδιου του ΜΡ με τον Γ. Καρχέντι, την οποία έχουμε ήδη μεταφράσει, όχι μόνο ως προς το τελικό αποτέλεσμα, αλλά και ως προς δύο από τις βασικές του αιτίες, δηλ. τη διαφορά τόσο στην οργανική σύνθεση κεφαλαίου που οδηγεί στη λεγόμενη «ευρεία άνιση ανταλλαγή» (νάτος πάλι ο Μπετελέμ!), όσο και στον βαθμό εκμετάλλευσης/ποσοστό υπεραξίας που οδηγεί στη λεγόμενη «στενή άνιση ανταλλαγή» (νάτος, όμως, και ο Εμμανουήλ!).
Τα αποτελέσματα αυτά συγκλίνουν με αυτά μιας συνεχώς αυξανόμενης μαρξιστικής βιβλιογραφίας παρόλη τη μεθοδολογική ποικιλομορφία που τη χαρακτηρίζει, την οποία και προσπαθούμε να παρακολουθούμε, να συγκεντρώνουμε (βλ. τη σχετική σελίδα του Συλλόγου μας, κάτω από την υποκεφαλίδα «Ειδικά για τις μεταφορές υπεραξίας μεταξύ ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών») και ενίοτε να μεταφράζουμε (βλ. στην ίδια σελίδα κάτω από την υποκεφαλίδα «Για τη διάκριση ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών»).
3. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην εστιάσουμε σε επιμέρους αδυναμίες των μεθοδολογιών αυτών, όπως κάναμε και στην περίπτωση της παραπάνω μελέτης των Ρόμπερτς και Καρχέντι. Είτε για λόγους μεθοδολογικής ευκολίας, είτε λόγω θεωρητικών παραδοχών, οι μελετητές τείνουν να υποεκτιμούν τις μεταφορές υπεραξίας που οφείλονται στα μονοπωλιακά υπερκέρδη και στις διεθνείς διαφορές στην αξία της εργασιακής δύναμης (και συνεπώς και στον βαθμό εκμετάλλευσής της), δηλ. τείνουν να υποεκτιμούν την άνιση ανταλλαγή με τη «στενή» έννοια, προς χάριν αυτής με την «ευρεία» έννοια (δηλ. να μεροληπτούν υπέρ του Μπετελέμ και εις βάρος του Εμμανουήλ!).
Για παράδειγμα, η μελέτη του Ρόττα περιλαμβάνει παραδοχές ότι οι διεθνείς διαφορές στους μισθούς οφείλονται κυρίως στις διαφορές μεταξύ σύνθετης και απλής εργασίας (ή αντίστοιχα ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασιακής δύναμης), κάτι που μοιάζει λογικό όταν συγκρίνονται διαφορετικοί κλάδοι της διεθνούς οικονομίας, αλλά όχι και τόσο λογικό όταν η σύγκριση αφορά τους ίδιους κλάδους σε διαφορετικές χώρες (π.χ. γιατί ένας οδηγός λεωφορείου στην Κίνα να θεωρείται λιγότερο «ειδικευμένος» από έναν στις ΗΠΑ αν αμοίβεται υποπολλαπλάσια από τον συνάδερφό του;..). Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχεται ότι η στατιστική του ανάλυση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επιπλέον παράγοντες, τους οποίους το μοντέλο του δεν περιλαμβάνει, όπως μονοπωλιακά φαινόμενα που οφείλονται στην «πνευματική ιδιοκτησία», την αξιολόγηση των «άυλων περιουσιακών στοιχείων» ή και «δικτυακών» οικονομικών εξαρτήσεων και φαινομένων παίζουν σημαντικό ρόλο για τις διεθνείς μεταφορές υπεραξίας.
4. Από την άλλη, η μελέτη του Ρόττα έχει το σημαντικό πλεονέκτημα του να αναδεικνύει την κρισιμότητα της διάκρισης μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας για τις μεταφορές αυτές, καθώς το κύριο συμπέρασμά του είναι ότι η παραγωγή υπεραξίας (καπιταλιστικές παραγωγικές δραστηριότητες) λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο στον Παγκόσμιο Νότο, και ειδικότερα στην Κίνα, το «εργοστάσιο του κόσμου», σε αντίθεση με την …κατανάλωσή της σε μη (καπιταλιστικά) παραγωγικές δραστηριότητες στις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες του κόσμου, κι ειδικότερα στις ΗΠΑ…
5. Στην ανάρτηση του ΜΡ αναφέρεται και η πρώτη/μόνη περίπτωση που έχουμε υπόψη, στην οποία το αποτέλεσμα αναγορεύει την Κίνα σε χώρα με θετικό ισοζύγιο μεταφορών υπεραξίας, αυτή των Μόκρε και Ισικάρα. Ωστόσο, παραπέμπουμε στο παραπάνω άρθρο του Ρόττα για μια κριτική της μεθοδολογίας των συγγραφέων αυτών, οι οποίοι, αναφέρουμε ενδεικτικά, δεν κάνουν την παραπάνω διάκριση μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών κλάδων.
6. Στη δική του παρουσίαση στο συνέδριο, ο ΜΡ επανήλθε στο ζήτημα του αν μπορούν οι αναπτυσσόμενες χώρες να «προφθάσουν» τις ιμπεριαλιστικές, αναπτυγμένες (βλ. εδώ για μια προηγούμενη μετάφρασή μας με το ίδιο θέμα). Το βασικό του συμπέρασμα είναι ότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο για δύο λόγους: (α) την ως άνω ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, δηλ. την απόσπαση μέρους του «πλεονάσματος» των αναπτυσσόμενων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές, και (β) το γεγονός ότι καθώς αναπτύσσονται βιομηχανικά οι χώρες αυτές, αυξάνεται η οργανική σύνθεση κεφαλαίου, μειώνεται το γενικό ποσοστό κέρδους τους και, εν τέλει, μειώνεται και ο ρυθμός παραγωγικής επένδυσης και σε αυτές, άρα και ο ρυθμός σύγκλισης με τις ανεπτυγμένες χώρες, ή με άλλα λόγια, η σύγκλιση αυτή είναι ασυμπτωτική. Εξαίρεση εδώ αποτελεί μόνο η Κίνα σύμφωνα με τον ΜΡ, ακριβώς διότι η επενδυτική της πολιτική δεν καθορίζεται και τόσο πολύ από το ποσοστό κέρδους (βλ. κι εδώ για μια δική μας έρευνα για το ίδιο ζήτημα με αφορμή την καινοτομία της DeepSeek)… Πρόσφατα, άλλωστε, σχολιάσαμε με άλλη ευκαιρία το κατά πόσο είναι εύκολο να αλλάξει το σχετικά κλειστό κλαμπ της «χούφτας» των ιμπεριαλιστικών κρατών του Λένιν, συγκλίνοντας με την άποψη του ΜΡ σε αυτό το ζήτημα.
7. Τέλος, ο ΜΡ αναφέρεται και σε παρουσιάσεις που ασχολούνται με την Κίνα, οι οποίες εκκινούν από την παραδοχή για τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα, κάτι με το οποίο ο ΜΡ διαφωνεί (βλ. εδώ κι εδώ για δικές μας μεταφράσεις της άποψής του, όπως και τη σελίδα του Συλλόγου μας όπου συγκεντρώνουμε βιβλιογραφία για το θέμα του σοσιαλισμού). Οπότε το ερώτημα παραμένει ανοιχτό…: Η Κίνα είναι η μόνη χώρα που μπορεί να «προφθάσει» τις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές χώρες (αν δεν τη σταματήσει ο …πόλεμος που αυτές εξαπολύουν εναντίον της…), διότι έχει κάτι διαφορετικό, π.χ. διότι ίσως να μην είναι και τόσο «καπιταλιστική» τελικά, ή, αντίθετα, διότι ο καπιταλισμός εν τέλει δεν έχει φάει τα ψωμιά του ακόμη και υπάρχει έστω και μια εκδοχή του στην οποία μπορούν 6-7 δις του παγκόσμιου πληθυσμού που διαβιούν στις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες να προσβλέπουν για να βγουν από την «τριτοκοσμική» φτώχεια;.. Οι πολιτικές συνέπειες της μιας ή της άλλης άποψης είναι εμφανείς μάλλον…
Σε κάθε περίπτωση, οι συνταρακτικές αλλαγές που γίνονται τις τελευταίες δεκαετίες στον κόσμο, όπως (α) η μακρόχρονη παρακμή και κρίση των ανεπτυγμένων, ιμπεριαλιστικών χωρών, που οδηγεί την ηγεμονία των ΗΠΑ σε κρίση και αμφισβήτηση, (β) η ραγδαία άνοδος της Κίνας αλλά και η ανάπτυξη, ή έστω αντοχή, και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών, κάποιων από τις οποίες σε σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό, ή και με κομμουνιστικά κόμματα στην εξουσία τους, (γ) η διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής που αναπαράγει τη διαφοροποίηση των θέσεων και ρόλων των χωρών στον διεθνή καταμερισμό εργασίας (π.χ. συγκεντρώνοντας μη παραγωγικές (π.χ. χρηματοπιστωτικές) δραστηριότητες στις ιμπεριαλιστικές χώρες και τη μεταποίηση, μαζί με την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, στις αναπτυσσόμενες…), τροφοδοτούν την ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας, τόσο με εμπειρικές όσο και με θεωρητικές μελέτες.
Καλό είναι όλοι μας να μελετούμε με ανοιχτό μυαλό, όσο μπορούμε, αντί να θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα και παγιωμένα!..
Διονύσης Περδίκης
Την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο το ετήσιο συνέδριο της Ένωσης για τα Ετερόδοξα Οικονομικά (AHE). Παραθέτω από την ιστοσελίδα της AHE: «Ιδρύθηκε το 1999 με σκοπό τη διοργάνωση ετήσιου συνεδρίου όπου όλοι οι ετερόδοξοι (δηλαδή, μετακεϋνσιανοί, μαρξιστές, σραφιανοί, θεσμικο-εξελικτικοί, κοινωνικοί, αυστριακοί και φεμινιστές) οικονομολόγοι θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να ακούσουν ο ένας τον άλλον να παρουσιάζει εργασίες σχετικά με θεωρητικά, εφαρμοσμένα και πολιτικά θέματα και ζητήματα που αξιοποιούν την ετερόδοξη οικονομική τους σκέψη». Η AHE είναι λοιπόν ένα ακαδημαϊκό φόρουμ για οικονομολόγους που δεν θεωρούνται μέρος του κυρίαρχου ρεύματος (Σ.τ.Μ., mainstream). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ετερόδοξη οικονομική επιστήμη, σε αντίθεση με την «ορθόδοξη», είναι σοσιαλιστική ή ακόμη και αντικαπιταλιστική.
Για μένα, υπάρχουν τρεις σχολές οικονομικής σκέψης: η κυρίαρχη, η ετερόδοξη και η μαρξιστική. Όπως το έθεσα σε μια παρουσίαση στο συνέδριο Rethinking Economics το 2019, «υπήρχε ένα πράγμα που ένωνε την κυρίαρχη και την ετερόδοξη (σε κάθε μορφή της) και ένα πράγμα στο οποίο ξεχώριζε η μαρξιστική οικονομική θεωρία: η εργασιακή θεωρία της αξίας και της υπεραξίας. Η νεοκλασική και όλες οι ετερόδοξες σχολές, από τον Κέινς έως τον Καλέτσκι, τον Ρόμπινσον, τον Μίνσκι και τους υποστηρικτές της MMT (Σ.τ.Μ., Modern Monetary Theory· Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία), αρνούνται την εγκυρότητα και τη συνάφεια της βασικής συμβολής του Μαρξ στην κατανόηση του καπιταλιστικού συστήματος: ότι δηλαδή πρόκειται για ένα σύστημα παραγωγής με σκοπό το κέρδος και ότι τα κέρδη προκύπτουν από την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης – όπου δημιουργείται η αξία και η υπεραξία».
Αλλά ας προχωρήσουμε. Το πολύ καλά οργανωμένο συνέδριο της AHE 2025 συγκέντρωσε οικονομολόγους από όλες τις σχολές και από πολλά μέρη του κόσμου για να παρουσιάσουν μια πληθώρα εργασιών, καθώς και να συμμετάσχουν σε ολομέλειες για βασικά γεωπολιτικά ζητήματα. Και εδώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη. Είχα προσκληθεί να συμμετάσχω σε μια ομάδα συγγραφέων που συνέταξαν κεφάλαια για ένα νέο βιβλίο με θέμα τη ριζοσπαστική οικονομία. Ωστόσο, δεν κατάφερα να παρευρεθώ, καθώς υπέκυψα στην καύσωνα (τουλάχιστον για τα βρετανικά δεδομένα) που επικρατούσε εκείνη την ημέρα. Είναι η πρώτη φορά που έχασα μια συνάντηση για την οποία είχα δεσμευτεί. Θα επανέλθω στο βιβλίο αργότερα σε αυτό το άρθρο.
Οι παρουσιάσεις του συνεδρίου χωρίστηκαν σε διάφορες ενότητες, μία από τις οποίες είχε τίτλο «Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση στον 21ο αιώνα». Έκανα μια παρουσίαση σε μία από αυτές τις ενότητες, με τίτλο Catching up or falling behind?, στην οποία προσπάθησα να απαντήσω στο ερώτημα: αν οι φτωχές περιφερειακές χώρες του Νότου μειώνουν το χάσμα στο βιοτικό επίπεδο σε σχέση με τις πλούσιες ιμπεριαλιστικές χώρες του Βορρά. Προσπάθησα να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα χρησιμοποιώντας τρείς διαφορετικούς δείκτες: το κατά κεφαλήν εισόδημα, τα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας και τους δείκτες «ανθρώπινης ανάπτυξης». Και στους τρείς αυτούς δείκτες, δείχνω ότι ο Νότος δεν μειώνει το χάσμα, με την πιθανή εξαίρεση της Κίνας.
Εξέτασα επίσης ορισμένες εξηγήσεις για αυτό το φαινόμενο. Κατά τη γνώμη μου, η μαρξιστική εξήγηση ήταν διττή: πρώτον, οφειλόταν στις σημαντικές μεταφορές εισοδήματος (κέρδη, ενοίκια και τόκοι) από τον Νότο προς τον Βορρά και, δεύτερον, στην ταχεία πτώση της κερδοφορίας της συσσώρευσης κεφαλαίου στον Νότο, η οποία οδήγησε σε επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Εξέτασα επίσης δύο εναλλακτικές εξηγήσεις. Υπήρχε η εξήγηση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία θεωρούσε ότι το χάσμα δεν κλείνει λόγω της έλλειψης επαρκών επενδύσεων στον Νότο και της έλλειψης εισροής τεχνολογίας από τον Βορρά, με αποτέλεσμα την απουσία καινοτομίας τύπου «Σουμπέτερ» (η ΠΤ αναφερόταν στον Σουμπέτερ). Και, τέλος, υπήρχε η επικρατούσα εξήγηση, όπως αυτή που δόθηκε από τους πρόσφατους νικητές του βραβείου «Νόμπελ» Acemoglu et al, ότι οι χώρες του παγκόσμιου Νότου δεν ακολούθησαν τον δημοκρατικό δρόμο που υιοθέτησαν η Βόρεια Αμερική και η Ευρώπη, ο οποίος ήταν ο κύριος μοχλός της επιτυχημένης ευημερίας τους.
Τέλος, εξέτασα εν συντομία γιατί η Κίνα φαίνεται να αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα της σύγκλισης. Στις προβλέψεις μου για την τάση αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος, διαπίστωσα ότι καμία από τις λεγόμενες χώρες των BRICS —οι μεγαλύτερες οικονομίες του Παγκόσμιου Νότου— δεν θα φτάσει το επίπεδο των χωρών υψηλού εισοδήματος μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, με εξαίρεση την Κίνα. Το 2023, ο μέσος όρος του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος ήταν $41.278. Η Κίνα αναμένεται να φτάσει αυτό το επίπεδο μέχρι το 2041 και να εξισωθεί με το προβλεπόμενο επίπεδο των χωρών υψηλού εισοδήματος έως το 2046.

Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα, προβλέψεις του συγγραφέα
Το κύριο συμπέρασμά μου ήταν ότι οι χώρες του Νότου (6 δισεκατομμύρια άνθρωποι) δεν «προσεγγίζουν» τον Βορρά (2 δισεκατομμύρια άνθρωποι) επειδή ο πλούτος (η αξία) μεταφέρεται συνεχώς από τον Νότο στον Βορρά ΚΑΙ η μείωση της κερδοφορίας στον Νότο μειώνει την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η Κίνα μπορεί να αποτελεί εξαίρεση, επειδή η αύξηση των επενδύσεών της καθορίζεται λιγότερο από την κερδοφορία σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία του Νότου.

Πηγή: Σειρά EPWT 7.0, υπολογισμοί του συγγραφέα
Η παρουσίασή μου ήταν κυρίως εμπειρική. Ωστόσο, οι συνάδελφοί μου που παρουσίασαν στην ίδια συνεδρία επικεντρώθηκαν στη θεωρία της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Ο Τζον Σμίθ τόνισε τη σημασία και τη συνάφεια των πέντε σημείων του Λένιν σχετικά με τη φύση του σύγχρονου ιμπεριαλισμού στο βιβλίο του, του 1915. Η εξαγωγή κεφαλαίου από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ στον 21ο αιώνα οφειλόταν, όπως το έθεσε ο Λένιν, στην «έλλειψη κερδοφόρων επενδυτικών ευκαιριών» στο εσωτερικό, δηλαδή η πτώση του ποσοστού κέρδους στην πατρίδα ανάγκασε το κεφάλαιο να αναζητήσει υψηλότερα κέρδη σε περιοχές του κόσμου με φθηνό εργατικό δυναμικό. Η προσπάθεια πολλών χωρών του Νότου να αναπτύξουν τη δική τους ανεξάρτητη βιομηχανική βάση κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα καταστράφηκε από τις πολυεθνικές εταιρείες του Βορρά. Έτσι, η εκβιομηχάνιση στον Νότο βασίστηκε σε υψηλά ποσοστά υπεραξίας που δημιουργήθηκαν από τους χαμηλούς μισθούς. Δεν ήταν τόσο ότι ο Νότος ήταν «παραγωγός εμπορευμάτων» και ο Βορράς είχε εκβιομηχανιστεί, αλλά ότι στα τέλη του 20ού αιώνα, η εκβιομηχάνιση στον Νότο βασίστηκε στην εκμετάλλευση (και την υπερεκμετάλλευση) της εργασίας εκεί.
Ο Κόνραντ Χέρολντ από το Πανεπιστήμιο Χόφστρα του Λόνγκ Αίλαντ παρουσίασε μια διορατική σύνοψη των μαρξιστικών προσεγγίσεων για την εξήγηση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης τα τελευταία 100 χρόνια από τον Λένιν, ξεκινώντας με τον Χένρικ Γκρόσμαν το 1929 και στη συνέχεια με τους Μπετελέμ και Εμμανουήλ, και συνεχίζοντας με τη λεγόμενη θεωρία της εξάρτησης που προέρχεται κυρίως από τον Ρούι Μαρίνι στη Νότια Αμερική. Ο Κόνραντ απέρριψε τις δομιστικές θεωρίες, όπως αυτή του Περέιρα, ότι ο Νότος δεν αναπτύχθηκε λόγω της «πρόωρης εκβιομηχάνισης», μετατρέποντας έτσι τον Νότο σε παραγωγό εμπορευμάτων υπό ένα καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών που ωφελούσε τον Βορρά. Συνοψίζοντας, ο Χέρολντ είπε ότι πρέπει να γίνουν περισσότερες προσπάθειες για την ανάπτυξη μιας ισχυρής μαρξιστικής θεωρίας της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης.
Σε εκείνη τη συνεδρία, υπήρξε κάποια συζήτηση σχετικά με το αν η μεταφορά κερδών, τόκων και εισοδημάτων μέσω του διεθνούς εμπορίου και των κεφαλαιακών εσόδων ήταν κυρίως αποτέλεσμα υψηλότερων ποσοστών υπεραξίας (λόγω χαμηλότερων μισθών) στον Παγκόσμιο Νότιο ή κυρίως αποτέλεσμα υψηλότερων ποσοστών τεχνολογικής υπεροχής στις εταιρείες του Παγκόσμιου Βορρά. Προηγούμενοι μαρξιστές θεωρητικοί όπως ο Εμμανουήλ έδιναν έμφαση στα υψηλότερα ποσοστά υπεραξίας, ενώ ο Μπετελέμ έδινε έμφαση στα υψηλότερα επίπεδα σύνθεσης του κεφαλαίου. Για μένα, και τα δύο είναι σημαντικά και, σε μια κοινή εργασία με τον Γ. Καρχέντι, διαπιστώσαμε ότι τα διαφορετικά ποσοστά οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της υπεραξίας συνέβαλαν και τα δύο στη μεταφορά αξίας από τον Νότο προς τον Βορρά.
Σε άλλη συνεδρία, ο Πάτρικ Μόκρε από την Αυστριακή Ομοσπονδιακή Εργατική Ένωση και ο Γκιουνέι Ισικάρα από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης παρουσίασαν μια σημαντική νέα εμπειρική έρευνα που κάλυψε αυτό το ζήτημα. Χρησιμοποιώντας πολυπεριφερειακούς πίνακες εισροών-εκροών (MRIOT· Σ.τ.Μ., multi-regional input-output tables), υπολόγισαν τις μεταφορές αξίας για 159 βιομηχανίες, από το 1995 έως το 2020. Διαπίστωσαν ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι διεθνείς μεταφορές αξίας ανήλθαν σε 5,9% της ακαθάριστης παγκόσμιας παραγωγής ετησίως, με συνολικές συσσωρευμένες μεταφορές άνω των 70 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι καθαρά κερδισμένοι ήταν η Ιαπωνία, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ, ενώ οι μεγαλύτεροι χαμένοι ήταν η Βραζιλία, το Μεξικό, η Ινδονησία και η Ρωσία.

Αυτό που ήταν εκπληκτικό και σημαντικό είναι ότι η Κίνα μετατράπηκε από μια σημαντικά και καθαρά χαμένη χώρα στις μεταφορές αξίας τη δεκαετία του 1990 σε καθαρά κερδισμένη, ιδίως μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008 που έπληξε τον Παγκόσμιο Βορρά. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και οι σύμμαχοί του προσπαθούν να στραγγαλίσουν με κάθε τρόπο την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τους Πάτρικ Μόκρε και Γκιουνέι Ισικάρα, οι επιδράσεις της βελτιωμένης σύνθεσης του κεφαλαίου (VCC· Σ.τ.Μ., Value Capital Composition, αξιακή σύνθεση κεφαλαίου) και του υψηλότερου ποσοστού υπεραξίας (RSV· Σ.τ.Μ., Rate of Surplus Value, ποσοστό υπεραξίας) είχαν ίση σημασία στις μεταφορές αξίας — ένα παρόμοιο αποτέλεσμα με τη δική μας ανάλυση. Στην περίπτωση της Κίνας, η μετάβαση από καθαρά χαμένη σε καθαρά κερδισμένη οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις υψηλές επενδύσεις και στις τεχνολογικές προόδους, δηλαδή στην αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (VCC).
Σε άλλη συνεδρία, ο Τομας Ρόττα από το Κολλέγιο Γκόλντσμιθ παρουσίασε περαιτέρω έρευνα σχετικά με τα ποσοστά εκμετάλλευσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε προηγούμενη εργασία τους, ο Ρόττα και ο Ρισάμπ Κουμάρ του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης είχαν δείξει ότι ο νόμος της κερδοφορίας του Μαρξ ισχύει: η ένταση του κεφαλαίου αυξάνεται ταχύτερα από το ποσοστό εκμετάλλευσης και, ως εκ τούτου, το παγκόσμιο ποσοστό κέρδους μειώνεται. Διαπίστωσαν επίσης ότι το ποσοστό της υπεραξίας είναι υψηλότερο στις φτωχές χώρες. Σε αυτή τη νέα εργασία, ο Ρόττα διαπιστώνει ότι η άνιση ανταλλαγή εργασίας είναι πολύ σημαντική. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αξίας πραγματοποιείται στην περιφέρεια, αλλά μεταφέρεται στον ιμπεριαλιστικό Βορρά μέσω του διεθνούς εμπορίου και του εισοδήματος κεφαλαίου. Το μερίδιο των ΗΠΑ στην αξία που αποσπάται ανά εργαζόμενο συνεχίζει να αυξάνεται σε βάρος των περιφερειακών χωρών όπως η Ινδία και η Κίνα, αν και, όπως στην ανάλυση των Μόρκε και Ισικάρα, η απώλεια της Κίνας έχει μειωθεί σημαντικά μετά τη Μεγάλη Ύφεση.

Στο συνέδριο της AHE, πραγματοποιήθηκαν αρκετές άλλες συνεδρίες με θέμα τον ιμπεριαλισμό, τις οποίες δεν μπορώ να καλύψω εδώ. Υπήρξαν επίσης μερικές συνεδρίες σχετικά με τις αιτίες της φαινομενικής ανάδυσης της Κίνας ως οικονομικής δύναμης και τις ευρύτερες επιπτώσεις της. Ο Χο-φούνγκ Χανγκ του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς παρουσίασε τα συμπεράσματα του βιβλίου του, Σύγκρουση Αυτοκρατοριών. Σε αυτό το βιβλίο, ο Χο-φούνγκ Χανγκ υποστηρίζει ότι οι κρατικά υποστηριζόμενες εταιρείες της Κίνας έγιναν όλο και πιο επιθετικές καθώς επεκτείνονταν τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά. Αυτό έγινε σε βάρος των αμερικανικών εταιρειών, οι οποίες στη συνέχεια σταμάτησαν την έντονη πίεση που ασκούσαν προηγουμένως υπέρ της Κίνας στην Ουάσινγκτον. Ταυτόχρονα, η εξαγωγή της βιομηχανικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας της Κίνας προκάλεσε γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δυναμική που προέκυψε, υποστηρίζει ο Χανγκ, μοιάζει με την διαϊμπεριαλιστική αντιπαλότητα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνολικά, η ανάλυση του Χάνγκ φαίνεται να αποδίδει την ευθύνη για την αυξανόμενη γεωπολιτική σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας στις «επιθετικές πολιτικές» της τελευταίας, ένα συμπέρασμα που ίσως δεν αποτελεί έκπληξη από έναν ακαδημαϊκό σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο που εντάσσεται στο κυρίαρχο ρεύμα.
Σε μια άλλη συνεδρία, ο Σον Κέντζι Σταρς από το King’s College του Λονδίνου, ξεκινώντας από την παραδοχή ότι η Κίνα είναι μια καπιταλιστική οικονομία όπως όλες οι άλλες, υποστήριξε —παραδόξως— ότι η καπιταλιστική άνοδος της Κίνας έχει ενισχύσει την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ. Ο Σταρς θεωρεί ότι, ακριβώς επειδή είναι καπιταλιστικό κράτος, η Κίνα δεν θα εμπλακεί σε διεθνή επανάσταση για την ανατροπή του ιμπεριαλισμού και, κατά συνέπεια, διατηρεί την ηγεμονία των ΗΠΑ — (άρα όχι και τόσο επιθετική τελικά). Η λύση, σύμφωνα με τον ίδιο, θα ήταν οι Κινέζοι εργάτες να ξεκινήσουν μια νέα σοσιαλιστική επανάσταση για να απομακρύνουν τον καπιταλισμό από την Κίνα, σε συνεργασία με επαναστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Κατά τη γνώμη μου, δεν προκύπτει απαραίτητα ότι η Κίνα είναι απλώς ένα ακόμη καπιταλιστικό κράτος, ακόμη κι αν οι επαναστατικοί σκοποί του Σταρς είναι ορθοί.
Σε ένα συνέδριο για την ετερόδοξη οικονομία, η μαρξιστική ανάλυση δεν κυριαρχεί και οι μετα-κεϋνσιανές θεωρίες της «χρηματιστικοποίησης» παραμένουν ευρέως διαδεδομένες. Ποτέ δεν ήμουν υποστηρικτής της χρηματιστικοποίησης, είτε ως χρήσιμης περιγραφής του καπιταλισμού του 21ου αιώνα είτε ως αιτίας των κρίσεων του καπιταλισμού. Ωστόσο, ένας από τους κύριους ομιλητές της ολομέλειας, η Ράμα Βασουδέβαν από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, είναι γνωστή υποστηρικτής της «χρηματιστικοποίησης». Σε μια πρόσφατη παρουσίαση με τίτλο «Το παγκόσμιο δολάριο και η χρηματιστικοκοποίηση στον παγκόσμιο Νότο», η Ράμα Βασουδέβαν τόνισε τον ρόλο της χρηματοοικονομικής ως αιτία των ανισορροπιών σε παγκόσμιο επίπεδο και της κυριαρχίας του παγκόσμιου Νότου. Επιπλέον, οι κρίσεις είναι όλο και περισσότερο αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης της κυριαρχίας του δολαρίου. Οι κρίσεις στη διαδικασία συσσώρευσης και παραγωγής του καπιταλισμού απουσιάζουν από την ανάλυσή της.
Και σε μία από τις συνεδρίες για τη χρηματιστικοποίηση, ο Γκουστάβο Βάργκος και ο Άλμπινο Λούνα ανέπτυξαν μια θεώρηση της χρηματιστικοποίησης υποστηρίζοντας ότι η κύρια αιτία της αργής ανάπτυξης της μεξικανικής οικονομίας είναι η συγκέντρωση εισοδήματος. «Προωθώντας τα εταιρικά κέρδη και τις υψηλές εισοδηματικές τάξεις, οι διαδοχικές κυβερνήσεις αμέλησαν την εγχώρια αγορά και την κοινωνική πρόνοια.» Το αποτέλεσμα ήταν η έλλειψη αποτελεσματικής ζήτησης (κατά το κεϊνσιανό μοντέλο). Έτσι, η αδυναμία της μεξικανικής οικονομίας δεν οφείλεται τόσο στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση ή στην πτώση της κερδοφορίας του μεξικανικού κεφαλαίου, αλλά στην αυξανόμενη ανισότητα εισοδήματος που προκαλεί χαμηλή ζήτηση. Εδώ είναι η δική μου άποψη.
Αυτό με φέρνει στη συνεδρία για το νέο βιβλίο Ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία: Αρχές, Προοπτικές και Μετακαπιταλιστικά Μέλλοντα, που επιμελήθηκαν οι Μόνα Άλι και Αν Ντέιβις, στο οποίο συνέβαλα κι εγώ μαζί με πολλούς άλλους με κεφάλαια.

Μία από τις συγγραφείς στο βιβλίο αυτό ήταν η Ράμα Βασουδέβαν, η οποία ξεκαθαρίζει ότι «η χρηματιστικοποίηση δεν είναι απλώς η επέκταση της χρηματοδότησης, αλλά η γενικευμένη υποταγή των οικονομικών αλληλεπιδράσεων και σχέσεων στην αφηρημένη λογική του τοκοφόου κεφαλαίου, η οποία έχει αναδομήσει ριζικά τον τρόπο οργάνωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων», παραθέτοντας τον καθηγητή Μπεν Φάιν από το 2013. Σύμφωνα με τη Βασουδέβαν, η κυριαρχία της χρηματοοικονομικής έχει επιφέρει «μια θεμελιώδη μεταμόρφωση της οικονομίας – σηματοδοτώντας μια εποχιακή στροφή».
Η δική μου απάντηση σε αυτό συνοψίζεται στις κριτικές της υπόθεσης της χρηματιστικκοποίησης, τόσο θεωρητικά (Μαυρουδέας και Παπαδάτος 2018) όσο και εμπειρικά (Τουράν Σουμπασάτ και Σταύρος Μαυρουδέας 2023).
Στο βιβλίο υπάρχει επίσης ένα κεφάλαιο του Πάολο ντος Σάντος, ο οποίος συμμετείχε στο πάνελ που έχασα. Στο βιβλίο, ο Ντος Σάντος τονίζει ότι η πολιτική οικονομία μπορεί να εξηγήσει αποτελεσματικά τον κόσμο μόνο αν βασίζεται στον ιστορικό υλισμό. Η οικονομική ανάλυση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της κοινωνικής και ιστορικής έρευνας, διότι μπορεί να ρίξει φως στο πώς οι σχέσεις παραγωγής και διανομής διαμορφώνουν τις κοινωνικές, πολιτικές, θεσμικές και πολιτισμικές πραγματικότητες που καθορίζουν τη φύση και την ιστορική εξέλιξη των ανθρώπινων ομάδων. «Τα επίμονα πρότυπα υποανάπτυξης και οι διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας, στο βιοτικό επίπεδο και στην πολιτική εξουσία μεταξύ των εθνικών οικονομιών έχουν επιμείνει σε όλη την ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για τη ριζοσπαστική πολιτική οικονομία, αυτές οι διαφορές είναι ένα χαρακτηριστικό του παγκόσμιου καπιταλισμού και όχι ένα «σφάλμα» που οφείλεται στις ιδιαιτερότητες των αναπτυσσόμενων οικονομιών».
Σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου, ο Τζέισον Μουρ τονίζει ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη και η καταστροφή του περιβάλλοντος δεν είναι υπαρξιακές καταστροφές εξωτερικές του καπιταλισμού. «Τέτοιες εξωγενείς αντιλήψεις για τον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικές της αστικής σκέψης και απέχουν πολύ από την έμφαση που δίνει ο Μαρξ στη μεταβολική διαδικασία της εργασίας ως ταξική πάλη στο πλέγμα της ζωής».
Το δικό μου κεφάλαιο επικεντρώθηκε στην εξήγηση του γεγονότος ότι η καπιταλιστική παραγωγή δεν αναπτύχθηκε ποτέ αρμονικά και σταθερά, αλλά πάντα σε κύκλους άνθησης και ύφεσης, καθοδηγούμενη από επαναλαμβανόμενες κρίσεις συσσώρευσης. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις προκύπτουν από αυτές τις τακτικές κρίσεις στην παραγωγή. Δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν οι κρίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα από ό,τι συμβαίνει στον τομέα της παραγωγής. Ολοκλήρωσα το κεφάλαιο μου εξετάζοντας αν ο καπιταλισμός θα μπορούσε να αναγεννηθεί με βάση καινοτομίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη. «Αυτό εξαρτάται από την τάση της κερδοφορίας. Αυτές οι νέες καινοτομίες θα εφαρμοστούν επαρκώς για να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας και να ξεκινήσουν μια νέα μακροπρόθεσμη άνθηση μόνο αν η μέση κερδοφορία στις μεγάλες οικονομίες αυξηθεί αρκετά ώστε να αξίζει τον κόπο για τους καπιταλιστές να επενδύσουν. Μέχρι τώρα, η μέση κερδοφορία παρέμεινε στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών και η αύξηση της παραγωγικότητας είναι αδύναμη. Σύμφωνα με τη θεωρία των κρίσεων του Μαρξ, αυτό που χρειάζεται είναι μια αρκετά βαθιά καταστροφή των υφιστάμενων αξιών του κεφαλαίου για να αυξηθεί η κερδοφορία, δηλαδή μια μεγάλη πτώση του παρονομαστή (C+v· Σ.τ.Μ., Σ + μ, σταθερό συν μεταβλητό κεφάλαιο) στην εξίσωση του κέρδους του Μαρξ. Αυτό είναι που ο Σούμπετερ ονόμασε «δημιουργική καταστροφή». Αυτό μπορεί να συμβεί αν υπάρξει μια ύφεση ή μια σειρά υφέσεων που θα μειώσουν τις αξίες του κεφαλαίου – όπως στην ύφεση του τέλους του 19ου αιώνα ή στη φυσική καταστροφή του κεφαλαίου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε κάθε περίπτωση, η νέα ευκαιρία για το κεφάλαιο θα είναι εις βάρος της εργασίας.
Ο αγώνας ενάντια στην ιδεολογία και τις θεωρίες του κυρίαρχου ρεύματος συνεχίζεται και η AHE συμβάλλει σημαντικά σε αυτόν. Θα ήθελα να παραθέσω τα λόγια της Αν Ντέιβις, συνεκδότριας του βιβλίου Ριζοσπαστική Πολιτική Οικονομία. «Η ριζοσπαστική πολιτική οικονομία θα καταστήσει σαφείς τις πολιτικές επιλογές, ενώ η κυρίαρχη οικονομία θα ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, οι υποστηρικτές και των δύο πλευρών θα υπερασπιστούν τις αντίστοιχες θέσεις τους και θα επιδιώξουν να προσελκύσουν οπαδούς στις απόψεις τους».